- πολύσχοινος
- πολύ-σχοινος, ον,A of many cords, of a net, Marc.Sid.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύσχοινος — ον, Α (για δίχτυ) αυτός που αποτελείται από πολλά σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχοῖνος «σχοινί»] … Dictionary of Greek
πολυσχοίνων — πολύσχοινος of many cords masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)